- αποσφραγιζω
- ἀποσφραγίζωἀπο-σφρᾱγίζω1) тж. med. запечатывать Eur., Plut.2) снимать печать, распечатывать Diog.L.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αποσφραγίζω — (AM ἀποσφραγίζω) ανοίγω κάτι σφραγισμένο, ξεσφραγίζω νεοελλ. ανοίγω έγγραφο, επιστολή μσν. σφραγίζω, κλείνω με τη σφραγίδα (=το σημείο του Σταυρού) αρχ. κλείνω καλά με σφραγίδα, σφραγίζω καλά … Dictionary of Greek
αποσφραγίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, αφαιρώ τις σφραγίδες, ανοίγω έγγραφο ή επιστολή: Πριν αποσφραγίσει το έγγραφο, το κοίταξε προσεχτικά μην είχε παραβιαστεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποσφραγίζει — ἀποσφραγίζω seal up pres ind mp 2nd sg ἀποσφραγίζω seal up pres ind act 3rd sg ἀποσφρᾱγίζει , ἀποσφραγίζω seal up pres ind mp 2nd sg ἀποσφρᾱγίζει , ἀποσφραγίζω seal up pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσφραγίσαντα — ἀποσφραγίζω seal up aor part act neut nom/voc/acc pl ἀποσφραγίζω seal up aor part act masc acc sg ἀποσφρᾱγίσαντα , ἀποσφραγίζω seal up aor part act neut nom/voc/acc pl ἀποσφρᾱγίσαντα , ἀποσφραγίζω seal up aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσφραγισάμενος — ἀποσφραγίζω seal up aor part mid masc nom sg ἀποσφρᾱγισάμενος , ἀποσφραγίζω seal up aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσφραγίζεσθαι — ἀποσφραγίζω seal up pres inf mp ἀποσφρᾱγίζεσθαι , ἀποσφραγίζω seal up pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσφραγίζεται — ἀποσφραγίζω seal up pres ind mp 3rd sg ἀποσφρᾱγίζεται , ἀποσφραγίζω seal up pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσφραγίζονται — ἀποσφραγίζω seal up pres ind mp 3rd pl ἀποσφρᾱγίζονται , ἀποσφραγίζω seal up pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανοίγω — (AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι) 1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα 2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ 3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος 4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα 5. δημιουργώ, ιδρύω … Dictionary of Greek
αποσφράγιση — η 1. το να ανοίξει κανείς σφραγισμένο αντικείμενο αφαιρώντας τη σφραγίδα 2. άνοιγμα κλειστού εγγράφου, επιστολής κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποσφραγίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
ξεβουλλώνω — 1. βγάζω το βούλλωμα, αφαιρώ το πώμα, εκπωματίζω 2. (σχετικά με σωλήνα) αφαιρώ το εμπόδιο τής ροής, εκφράσσω («ξεβουλλώνω τον νιπτήρα») 3. αποσφραγίζω επιστολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + βουλλώνω] … Dictionary of Greek